πραίτωρ

πραίτωρ
Όνομα που στην κλασική ρωμαϊκή εποχή δήλωνε τον άρχοντα στον οποίο είχε ανατεθεί η διεύθυνση της Δικαιοσύνης. Στην περίοδο της Δημοκρατίας οι π., πάντοτε δύο, ήταν η ανώτατη κρατική αρχή με στρατιωτικές και δικαστικές εξουσίες. Αργότερα, το 367 π.Χ., προστέθηκε τρίτος, που ασκούσε αποκλειστικά τη δικαστική εξουσία και διατήρησε το όνομα praetor ακόμα και όταν οι συνάδελφοί του πήραν τον τίτλο του υπάτου (consules). Κατόπιν (243 π.Χ.), οι π. έγιναν δύο, ένας αστυδίκης (praetor urbanus) και ένας ξενοδίκης (praetor peregrinus)· εκλέγονταν από τον λαό για ένα χρόνο και οι δικαστικές εξουσίες τους ήταν διαχωρισμένες· ο αστυδίκης ήταν αρμόδιος για την εκδίκαση υποθέσεων μεταξύ Ρωμαίων πολιτών και ο ξενοδίκης για υποθέσεις μεταξύ ξένων πολιτών ή ενός ξένου και ενός Ρωμαίου πολίτη. Με τον σχηματισμό των επαρχιών και την αύξησή τους, μεγάλωσε σιγά σιγά και ο αριθμός των π., οι οποίοι στην εποχή του Αυγούστου έγιναν 18. Κάθε π., αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, εξέδιδε ένα edictum, με το οποίο ανήγγειλλε τους κανόνες κατά την απονομή της δικαιοσύνης· το edictum αυτό, που στην αρχή ίσχυε μόνο για την περίοδο της αρχής του π., κατέληξε να επικυρώνεται από τους διαδόχους του, τουλάχιστον στις ουσιώδης διατάξεις του.
* * *
-ωρος, ο, ΝΜΑ, πραίτωρας και πραίτορας Ν
1. (στους Ρωμαίους) ανώτατος πολιτικός αξιωματούχος τού ρωμαϊκού κράτους, αρχικά προϊστάμενος άρχων τής πολιτείας, που αντικαταστάθηκε αργότερα από τον ύπατο και ο οποίος κατά το πρώιμο στάδιο είχε και στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ αργότερα έγινε ο ανώτατος δικαστής τής Ρώμης, είχε κυρίως αστικές αρμοδιότητες και σε περίπτωση απουσίας τού υπάτου αναλάμβανε ένα μέρος τών καθηκόντων τού τελευταίου, λ.χ. να συγκαλεί τη Σύγκλητο, να προεδρεύει στη συνέλευση τού δήμου, να προτείνει νόμους, να ασκεί στρατιωτική διοίκηση και να εποπτεύει την άμυνα τής πόλης, ενώ από το 242 π.Χ. άρχισε να εκλέγεται και δεύτερος πραίτωρ, που ασχολούνταν με δικαστικές υποθέσεις στις οποίες ήταν αναμεμιγμένοι ξένοι, και στους αυτοκρατορικούς χρόνους ο αριθμός τών πραιτόρων αυξήθηκε στους 18, ώσπου το αξίωμα κατάντησε απλή τιμητική διάκριση και το μόνο που έκανε ο πραίτωρ μόλις εκλεγόταν ήταν να διοργανώσει αγώνες και θεάματα για να εξασφαλίσει την εύνοια τού όχλου
2. (στο Βυζ.)
προϊστάμενος τών δικαστών κάθε «θέματος», νομού
αρχ.
φρ. «πραίτωρ τών δήμων» — έπαρχος, αρχηγός τής νυκτερινής φρουράς, νυκτέπαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetor, -ōris «ηγεμόνας, στρατηγός, προεστός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρισέπαρχος — ὁ, Α (στη Ρώμη) ο πραίτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ἔπαρχος «ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, πραίτωρ»] …   Dictionary of Greek

  • Praefectus urbi — Ancient Rome This article is part of the series: Politics and government of Ancient Rome Periods …   Wikipedia

  • ПРЕТОР —    • Praetor,          (a praeeundo, Cic. legg. 3, 3; qui praeiret iure et exercitu, Varr. l. l. 5, 80), по гречески στρατηγός или πραίτωρ, первоначальный титул, который носили консулы и также диктатор (Pr. Maximus). Liv. 3, 55. 7, 3. Когда же в… …   Реальный словарь классических древностей

  • ABBAS — I. ABBAS Canonicorum, nempe Regularium, alias quoque Abbas Canonicus, cuiva mwnrio in Concil. Aquisgran. II. c. 2. opponitur Abbati Monachorum can. seq. vide quoque Capitul: Caroli M. l. 5. c. 79. Praeceptum Ludovici Piipro Monasterio S. Columbae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ευτυχιανοί — και Ευτυχιανικοί και Ευτυχιανιστές, οι (Μ εὐτυχιανοί και εὐτυχιανικοί και εὐτυχιανισταί) θεολ. οι οπαδοί τής μονοφυσιτικής αιρέσεως τού Ευτυχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ευτυχής + κατάλ. ιανοί (πρβλ. πραιτωρ ιανοί, χριστι ανοί)] …   Dictionary of Greek

  • αντιπραίτωρ — ( ορος), ο ο πραίτωρ που διατηρούσε την εξουσία και μετά τη λήξη της ετήσιας αρχής του και ως την άφιξη του διαδόχου του …   Dictionary of Greek

  • αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες …   Dictionary of Greek

  • εξαπέλεκυς — ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια 2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυς πραίτορας, στρατηγός 4. φρ. «ἑξαπέλεκυς… …   Dictionary of Greek

  • κομητιανός — κομητιανός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμης, ητος + κατάλ. ιανός (< λατ. κατάλ. ianus), πρβλ. πραιτωρ ιανός] …   Dictionary of Greek

  • πολιτικοπραιτώριος — ία, ον, Μ ο σύμφωνος με το αστικό δίκαιο και τον πραιτωριανό νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + πραίτωρ, ωρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”